25/3/24

Επανάσταση

 

 

ἐπαν + ίστημι (ἱστάω, στᾰτίζω)

Ανεγείρω εκ νέου, Ξαναστήνω

27/2/24

Τρελός



Ένα δευτεριάτικο πρωινό ο 25χρονος Αμερικάνος Aaron Bushnell βάζει τη στρατιωτική του στολή, παίρνει τον αναπτήρα του, γεμίζει ένα παγούρι με βενζίνη και ξεκινάει για την Ισραηλινή πρεσβεία στην Ουάσινγκτον. Στα λίγα τελευταία μέτρα πριν φτάσει από έξω, ανοίγει την κάμερα στο κινητό του, αιτιολογεί λιτά την πράξη του και αφού στήσει το τηλέφωνο σε κάποιο τρίποδα, λούζεται με τη βενζίνη, βάζει το καπέλο του ως σωστός στρατιώτης και αυτοπυρπολείται, κραυγάζοντας "Ελεύθερη Παλαιστίνη". Το μεταλλικό παγούρι που κυλάει στην άσφαλτο ηχεί αντί κάποιου ιδεατού εμβατηρίου, τονίζοντας το άδοξο της σκηνής αλλά και του υπόλοιπου κόσμου. Αναστατωμένοι φρουροί από τα γύρω φυλάκια τρέχουν στο σημείο με τα όπλα τους προτεταμένα στον νεαρό που καίγεται, φωνάζοντάς του να πέσει κάτω, σκοπεύοντας ίσως να τον συλλάβουν συμφώνως προς τη διαδικασία. Και ο νεαρός πέφτει, έχοντας πια γίνει μια φλεγόμενη μάζα από ύφασμα και σάρκα - μέχρι να φτάσουν οι πρώτοι πυροσβεστήρες είναι αργά. Στο νοσοκομείο θα διαπιστωθεί ο θάνατός του.

29/12/23

Παραμύθι, μέρος 1ο

Ευγνωμοσύνη.

 

Δήμητρος γὰρ ἀφικομένης εἰς τὴν χώραν ὅτ᾽ ἐπλανήθη τῆς Κόρης ἁρπασθείσης, καὶ πρὸς τοὺς προγόνους ἡμῶν εὐμενῶς διατεθείσης ἐκ τῶν εὐεργεσιῶν ἃς οὐχ οἷόν τ᾽ ἄλλοις ἢ τοῖς μεμυημένοις ἀκούειν, καὶ δούσης δωρεὰς διττὰς αἵπερ μέγισται τυγχάνουσιν οὖσαι, τούς τε καρπούς, οἳ τοῦ μὴ θηριωδῶς ζῆν ἡμᾶς αἴτιοι γεγόνασι, καὶ τὴν τελετήν, ἧς οἱ μετασχόντες περί τε τῆς τοῦ βίου τελευτῆς καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν

 

Ένα μεσημέρι του Ιουλίου μια γυναίκα καθόταν σε ρηχό σπήλαιο, ένα κοίλωμα στα ριζά των βράχων με αρκετή σκιά και δροσιά για να ανακουφίσει κάποιον από τον καυτό ήλιο. Λίγο μακρύτερα ήταν ένα καλοφτιαγμένο πηγάδι και ο δρόμος, που στο μέρος εκείνο ήταν σχετικά πλατύς και στρωμένος με λειασμένη πέτρα. Μια νεότερη κοπέλα στεκόταν και την κοίταζε, και η γυναίκα κοίταζε χαμηλά, το έδαφος. Μακρύτερα, δέντρα κάθε λογής άπλωναν τα κλαδιά τους το ένα πάνω από το άλλο, απτόητα από τη ζέστη, με πρώτο και καλύτερο ένα πλατάνι. Το βουητό των τζιτζικιών ήταν το μόνο που ακουγόταν, μέχρι που η γυναίκα άρχισε να μιλάει: