24/4/14

Για την κριτική του Vice στα Αδώνια



Ηταν τόσα πολλά τα στοιχεία και τόσο ανάκατα που για να το πω απλά, δεν εξυπηρετούσαν δραματουργικά. Εξυπηρετούσαν όμως θρησκευτικά. Διότι περί αυτού ακριβώς επρόκειτο. Κάνανε επιτάφιο και ανάσταση αλλά με το δικό τους τρόπο, τον οποίο θεωρούν πιο σωστό από των άλλων. Θα μου πεις που το ξέρεις; Η αλήθεια είναι πως δεν έκανα γκάλοπ. Διαβάζοντας όμως την επόμενη μέρα κείμενά τους διαπίστωσα πως διεκδικούν την αναγνώρισή τους ως επίσημη θρησκεία. Γιατί; Αν πιστεύεις σε κάτι ολόψυχα ποιος ο λόγος να σε συνδράμει με τη σφραγίδα του το επίσημο κράτος; Γιατί χρειάζονται όλοι σφραγίδες που να δηλώνουν τι είναι, σε τι πιστεύουν, ποιές είναι οι σεξουαλικές τους προτιμήσεις, τι καπνό φουμάρουν; Τα σφάγια είναι αυτά που σφραγίζονται κι αυτό κάτι θα έπρεπε να μας λέει. Η θρησκεία δημιουργήθηκε γιατί ο άνθρωπος δεν αντέχει το άγνωστο των δύο ερωτημάτων. Ποιο είναι το νόημα της ζωής και τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε. Το δικό μου ερώτημα είναι γιατί χρειάζεται να ξέρουμε αυτές τις απαντήσεις για να ζήσουμε.


Με αυτόν τον τρόπο κλείνει την παρουσίαση των φετινών Αδωνίων η δημοσιογράφος Σοφία Βεργοπούλου, σε άρθρο της στην εξαπλούμενη δημοσιογραφική μπίζνα που λέγεται Vice. Στις καλύτερες στιγμές του Vice μπορεί κάποιος να ξαναδεί τον ηττημένο Σοσιαλισμό καθώς, διπλά κυνικός (από τη φύση του και λόγω της ήττας) εξερευνά αυτοπροσώπως όλες τις σκοτεινές γωνιές ενός κακοφτιαγμένου καπιταλιστικού κόσμου. Πρόκειται για μια δημοσιογραφία του τσίρκου που κρίνεται από το πόσο απίθανα φαντάζουν τα εκθέματά της στα μάτια του μέσου αστού και, στις κακές τις στιγμές, μια πολιτικορθότητα του περιθωρίου που διεκδικεί τον συμψηφισμό της με την κανονική. Τα εκφραστικά μέσα που προκύπτουν είναι υποτυπώδη και ωμά, προσθέτοντας, σε ορισμένες περιπτώσεις, στο ζητούμενο (και διακινούμενο) shoking effect. Στην περίπτωση των Αδωνίων το όλο ρεπορτάζ συνοψίζεται στην παραπάνω παράγραφο, που προσφέρει δύο-τρεις αφορμές για σχολιασμό.




Για την δραματουργία του θέματος, πρέπει να πούμε ότι τα Αδώνια δεν σκηνοθετούνται από σκηνοθέτη με την έννοια του σπουδαστή ή απόφοιτου δραματικής σχολής της Ελλάδας ή του εξωτερικού, ως εκ τούτου δεν εμπίπτουν σε αυτό που η γράφουσα έχει μάθει να βλέπει και να ακούει σε θεατρικές παραστάσεις. Εξάλλου, το αν τα στοιχεία μιας τελετουργικής αναπαράστασης ενός μύθου είναι "πολλά" ή "ανάκατα", σπανίως θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο σπουδής σε μια σύγχρονη θεατρική σχολή από αυτές που κυκλοφορούν και είναι διαθέσιμες στους θεατρίνους σήμερα. Άρα η γράφουσα (ή οποιοσδήποτε άλλος έχει παρόμοια κριτήρια) δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει ούτως ή άλλως. Κανείς θεατρικός δάσκαλος δεν μπορεί να μάθει σε έναν μαθητή πως να αναπαραστήσει έναν Ελληνικό μύθο, επειδή αυτό είναι έξω από τις δυνατότητές του και επειδή η Λατρεία δεν αποτέλεσε ποτέ μέσον ή εργαλείο του Θεάτρου (το αντίθετο ισχύει). Το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι θρησκευτές, είναι να ακολουθούν όσες πληροφορίες έχουν διασωθεί και να αφήνουν την Παράδοση (ήτοι πρακτική εμπειρία συν χρόνος) να διαμορφώνει τα υπόλοιπα. Ό'τι δηλαδή συνέβαινε και στην αρχαιότητα.




Έπειτα τίθεται το ερώτημα γιατί οι Δωδεκαθεϊστές αιτούνται την κρατική αναγνώριση, ή τι θέλουν τέλος πάντων αυτοί οι Δωδεκαθεϊστές. Δίχως αυτό να αφορά απαραίτητα την συγκεκριμένη δημοσιογράφο (λόγω αμφιβολιών), τέτοια ερωτήματα υπάρχουν στους κύκλους της αριστερίστικης δημοσιογραφίας από τότε που ο Άλκης Γαλδαδάς αναρωτιόταν γιατί δεν ξεκουμπίζονται οι Δωδεκαθεϊστές και οι βωμοί τους από τα πέριξ του ΗΣΑΠ. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι, αν ρωτήσεις ανθρώπους της αυτής αντιλήψεως για την κρατική αναγνώριση του γάμου των ομοφυλοφίλων ή την ανέγερση κρατικώς αναγνωρισμένου ισλαμικού τεμένους, θα εισπράξεις αρκετά υποστηρικτικά επιχειρήματα. Λόγω ξενολαγνικού εμβολιασμού σε τρυφερή ηλικία, οι αριστεροί προσφέρονται να πληρώσουν ώστε να αποκτήσουν οι μουσουλμάνοι άλλον ένα χώρο προσευχής. Ταυτοχρόνως, ζορίζονται όποτε συναντούν προσπάθειες αναβίωσης της Ελληνικής θρησκείας.




Πάμε και στο υπαρξιακό ερώτημα που εκφράζει η δημοσιογράφος στο τέλος του κειμένου της. Γιατί, στην προσπάθειά του να ζήσει, να χρειάζεται ο άνθρωπος να ξέρει τι θα συμβεί όταν θα πεθάνει; Μια απάντηση είναι ότι δεν χρειάζεται να το ξέρει. Ζει μια χαρά και χωρίς τέτοιου είδους ερωτήματα. Μεγάλοι στοχαστές της ελληνικής αρχαιότητας είχαν συνδιαμορφώσει τις κοσμοθεωρίες τους με αυτή την άποψη. Ο Επίκουρος π.χ. δίδασκε ότι ο θάνατος είναι "οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς" (προς μεγάλη έκπληξη της δημοσιογράφου, ο Επίκουρος πίστευε στο Δωδεκάθεο). Άλλη απάντηση είναι, από δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Για τον ίδιο λόγο που ενδιαφερόμαστε για την προσωπική ζωή των ηθοποιών. Μπορεί λ.χ. κάποιος κάλλιστα να δει μια ταινία από την αρχή έως το τέλος και να την ευχαριστηθεί, δίχως να γνωρίζει το παραμικρό για το παρελθόν ή το μέλλον του πρωταγωνιστή. Όμως η γνώση αυτή θα μπορούσε να δώσει μια διαφορετική διάσταση στην ερμηνεία του και την όλη ταινία εν γένει. Είναι θέμα γούστου: υπάρχουν κάποιοι που αρκούνται στο να δουν την ταινία και να φύγουν πριν τους τίτλους του τέλους. Υπάρχουν άλλοι που το ψάχνουν παρακάτω, συνήθως επειδή η ταινία τους άρεσε ή τους προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει γενικότερα με τη ζωή: αν τη βλέπεις και σου αρέσει, κάποια στιγμή θα ψάξεις να μάθεις ποιος ο λόγος ύπαρξής της, ποιοι είναι αυτοί που 'έπαιξαν' και τι απέγιναν.

Τέλος κάτι άσχετο με το Vice, αλλά σχετικό με τις τελετές. Προσωπικά έχω θίξει πολλάκις το θέμα με τις φωτογραφίες. Μια λύση θα ήταν να υπάρχει μια κάμερα εμπρός η οποία θα καταγράφει το συμβάν και φωτογραφίσεις μόνο από τα μετόπισθεν. Το να μπορεί ο κάθε τυχαίος με μια φωτογραφική στο χέρι να παρεμβάλλεται ανάμεσα σε τελεστές και θρησκευτές, είναι ατυχές φαινόμενο που πρέπει κάποτε να σταματήσει. Τα ίδια ισχύουν για το κοινό, με τα κινητά κτλ.



0 σχολια:

Δημοσίευση σχολίου