17/11/14

Απομονώστε







Γδουπος πορτας. Συρτης. Ριφακι που ιπταται εμπρος μας σαν συγχρονη ανακατασκευη ελικοφορου μαχητικου: καινουριο και κλασικο ταυτοχρονα. Αλλαγη σκηνικου με τα 5/4 να εμφανιζονται σε χαμηλο προφιλ - μια minimal δηλωση αυτου που ακολουθει.

Αυτο που ακολουθει ειναι ο καλυτερος heavy prog δισκος της τελευταιας εικοσαετιας.


Με όλες τις υποκατηγορίες του progressive metal που έχουν εμφανιστεί -στην πλειοψηφία τους βραχύβια πειράματα του δοκιμαστικού σωλήνα της Music Industry- αναγκαζόμαστε να κατηγοριοποιούμε τον συγκεκριμένο δίσκο ως 'heavy prog'. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει heavy prog. Υπάρχει το παλιό, καλό progressive metal, είδος στο οποίο ευδοκίμησαν οι Fates Warning, οι Queensryche, οι Dream Theater του I&W. Αυτό το εκλεκτό μουσικό είδος αναβιώνει στο Isolate των Νορβηγών Circus Maximus. Αχ, της νοσταλγίας... Ήταν οι εποχές πριν το περίπλοκο metal γεμίσει με πειραματιζόμενους οργανοπαίχτες, όταν η οικονομία και η μελωδικότητα ήταν ακόμη τα ζητούμενα, και αναζητητές ήταν χεβιμεταλάδες μουσικοί. Μα πως στην ευχή έρχονται πέντε casual τυπάδες (έχουν βγει επί σκηνής με βερμούδες, για τ' όνομα του Δία) από το πουθενά και συνεχίζουν μια τόσο εκλεκτή παράδοση; Μπορεί οι γονείς τους να τους μεγάλωσαν με αυτά τα ακούσματα. Ή μπορεί να είναι μοιραίο για τους εξαιρετικά ταλαντούχους, να βγάζουν αυτή τη μουσική. Ή μπορεί έτσι να νομίζουμε εμείς, επειδή είμαστε πωρωμένοι. Το σίγουρο είναι ότι αυτός ο δίσκος αποτελεί μια όαση έγκυρου progressive metal σε έναν ωκεανό αταλαντοσύνης. Και ότι ούτε ο προηγούμενος, πρώτος τους, σε προετοίμαζε για αυτό που ακούς, αλλά ούτε και ο επόμενος μπόρεσε να επαναλάβει, ή να ακολουθήσει έστω το επίτευγμα Isolate. Άρα είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για ένα από αυτά τα ορόσημα που απλά βγαίνουν ανα δεκαετίες, επειδή έτσι το θέλει η Μούσα.

Ώρα για λίγο shredding. Σημεία στο Abyss θυμίζουν Crimson Glory και eternal world: καταιγιστικά ρυθμικά μέρη, απαστράπτοντα σόλο κιθάρας και πλήκτρων, χαρισματικά φωνητικά σε επίδειξη εύρους. Μια άβυσσος βιομηχανικού distortion δίνει τη θέση της σε ένα χορωδιακό ρεφρέν που θέλεις να τραγουδήσεις. Και αυτός ο απίθανος ντράμερ, μιλάμε για ακροβατικά στο διάσελο μεταξύ βάρους και ταχύτητας, κάτι που κάνει σε κάθε κομμάτι, με μια σπουδή σχεδόν υπερφυσική. Συναντάμε εδώ εκείνη την ιδιαίτερη 'χειρουργικότητα', που κάνει την επέμβαση και δεν αφήνει ουλή. Αυτή που ακούγαμε στον Zonder του Parallels ή τον Sean Reinert του Aghora.

Το Wither, μαζί με το μεθεπόμενο Arrival of Love ανήκουν στην περισσότερο προσιτή όψη της μπάντας. Έχουν προδιαγραφές για συναυλιακή ή και ραδιοφωνική χρήση, δίχως αυτό να σημαίνει ότι αφαιρούν κατ' ελάχιστο από τον δίσκο. Ειδικότερα το δεύτερο, είναι μελωδικό heavy metal από την μεγάλη Σκανδιναβική παράδοση των Europe και των Silver Mountain. Υπεύθυνος για αυτή την τάση μάλλον είναι ο τραγουδιστής Michael Eriksen, ο οποίος το 2011 σχημάτισε το σχήμα των The Magnificent (βαρύ, καλό AOR) μαζί με τον κιθαρίστα των Leverage. Το οργανικό Sane No Μore αποτελεί μια θαυμάσια άσκηση χαρτογράφησης των περιοχών ανάμεσα στη συμφωνικότητα και την κακοφωνία, που, λαμβάνοντας υπ' όψη τον τίτλο του, συμβολίζει τις μεταπτώσεις από την φρόνηση στην παραφροσύνη.



Από αριστερά: Truls Haugen (τύμπανα), Michael Eriksen (φωνητικά), Mats
Haugen (κιθάρα), Glen Cato Møllen (μπάσο), Lasse Finbråten (πλήκτρα)



Τα τρία κομμάτια που ακολουθούν, είναι η ιστορική παρακαταθήκη των Circus Maximus. Πρώτο το Zero, μια βαριά, μελωδική μπαλάντα που καθοδηγείται από το πιάνο, με θεσπέσια φωνητικά και σημεία που σε αφήνουν χωρίς ανάσα, όπως στο 1'33" ή στο 2'57". Εντάξει, ο κιθαρίστας δεν φτάνει τους axe heroes του παρελθόντος, δεν είναι ο σολίστας που θα σαρώσει στο πέρασμά του, άλλωστε αυτό φαίνεται και οπτικά. Είναι όμως φτασμένος ρυθμικός, έχει καλή παιδεία (που πιάνει από 70's), τεχνική και χαρακτήρα που βγαίνει στα solos. Και, όπως οι υπόλοιποι, βρίσκεται στην κατάλληλη στιγμή για να κάνει το παιχνίδι της ζωής του.

Φτάνουμε στο Mouth of Madness, κομμάτι γύρω από το οποίο, θεωρώ, χτίστηκε ο δίσκος. Το θέμα του σκληρού πυρήνα του Isolate (που αντλεί την καταχνιασμένη του ατμόσφαιρα από Carpenter και Lovecraft) αφορά μια θεωρία συνωμοσίας, από αυτές τις τόσο δημοφιλείς στις περιαστικές συνοικίες των καιρών μας. Καθώς η αληθινή φύση του κόσμου τούτου ξεδιπλώνεται στο όνειρο ενός άπορου πλάνητα, μια μεγαλοφυής συσσωμάτωση οκτώ ή δέκα εξαιρετικών μουσικών θεμάτων περνά μπροστά από τον ακροατή, μέσα σε δεκατρία συντομότατα λεπτά της ώρας. Η εκφορά των μουσικών αυτών θεμάτων δεν γίνεται με πεζό και τεχνοκρατικό concept τρόπο: το Mouth of Madness δεν έχει συναρμολογηθεί από εναλλακτικές εκδόσεις μιας κεντρικής μελωδίας, ούτε από την αποσπασματική αφήγηση μιας κεντρικής ιστορίας, αν και διαθέτει αυτά τα στοιχεία επιπροσθέτως. Τουναντίον, ζητούμενο του ΜοΜ είναι η συνέπεια του συνολικού ύφους. Με άλλα λόγια, το θέμα δεν είναι ότι κάποιος συγκέντρωσε εδώ ακουστικές εισαγωγές, bombastic κρεσέντα και μπαλάντες, ένα από τα καλύτερα κιθαριστικά solos των τελευταίων ετών και ένα πολυφωνικό μέρος βγαλμένο από τη χρυσή εποχή των Styx. Ούτε το αδιάκοπο εκτελεστικό tour de force, ούτε η αέρινη παραγωγή. Είναι η αβίαστη, απέριττη και συμπαγής δομή της συνθέσεως και η εξωπραγματική, για τα σύγχρονα prog δεδομένα, μουσικότητα που την διαπνέει. Αυτά είναι επιτεύγματα που ανήκουν 100% σε συνθέτες. Όση ψηφιακή επεξεργασία κι αν βάλεις, όσο μελετηρός οργανοπαίκτης κι αν είσαι, όσο κι αν πειραματιστείς με το καινούριο, το ακραίο ή το ετερογενές - δίχως χάρισμα, έμπνευση, αλλά και μπόλικη τύχη, αριστουργήματα σαν το MoM είναι απλώς απρόσιτα.






Τι να βάλεις μετά από αυτή τη δεκατριάλεπτη εμπειρία δίχως να ρίξεις το επίπεδο; Οι Circus Maximus μας δίνουν το From Childhood's Hour, ένα κομμάτι βασιζόμενο στο άτιτλο, αυτοβιογραφικό ποίημα του εικοσάχρονου Edgar Allan Poe. Ένα mid-tempo κομψοτέχνημα, πλήρες λυρισμού, που πραγματεύεται τη μοναξιά με θαλερά και γλυκόπικρα ηχοχρώματα - όπως ακριβώς γράφει ο Poe, "στη φθινοπωρινή απόχρωση του χρυσού".

To Ultimate Sacrifice έρχεται να κλείσει τον δίσκο και να πέσει από το κορυφαίο επίπεδο που διατηρούσαν τα προηγούμενα, κυρίως λόγω του ότι κάνουν εδώ την εμφάνισή τους prog ασθένειες, όπως η γλαφυρότητα και η τάση προς επίδειξη. Ακόμη θα έλεγα ότι κάνει την εμφάνισή της και η Dream Theater νοοτροπία. Βεβαίως, πολλοί βιάζονται να εντοπίσουν την τελευταία από την εισαγωγή του πρώτου κομματιού. Να το πω μια κι έξω, δίχως δικαιολογίες περί παρθενογένεσης κλπ: επιρροές υπάρχουν, όμως η τάξη μεγέθους του Isolate είναι τέτοια που οποιεσδήποτε συγκρίσεις γίνονται με οτιδήποτε έβγαλαν οι  D.T. μετά το '93 και πριν το '92, είναι προορισμένες να γίνονται εις βάρος των τελευταίων.

Φυσικά, οι Circus Maximus έχουν και πραγματικά, σοβαρά ελαττώματα. Αυτά αφορούν το ότι είναι μια studio μπάντα, πρόχειρη και μέτρια όταν εμφανίζεται σε κοινό, με μικρή παραγωγικότητα και μεγάλες διακυμάνσεις στην απόδοσή της.

Ας κλείσουμε με την αιτία και αφορμή όλων των παραπάνω, λίγο εως πολύ ανούσιων λέξεων: την ίδια τη μουσική. Το Silence είναι μια διασκευή που έκαναν οι C.M. πάνω στο Silence from Angels Above, ένα πανέμορφο ακουστικό κομμάτι από τον πρώτο τους δίσκο. Εμφανίζεται αποκλειστικά ως bonus track στην Ιαπωνική έκδοση του Isolate.








1 σχολια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ σωστά το θέτεις , η όλη ιστορία με τους circus είναι το ότι ξανα-έκαναν το progressive, μουσική.

Δημοσίευση σχολίου