2/2/15

Ωδές μιας Παγανίστριας







Επίκληση (1905)



Ο ετοιμοθάνατος κέδρος (1906)



Η πηγή (1907)



Το μοναχικό πεύκο (1908)



Απεραντοσύνη (1910)



Οι αμαδρυάδες (1910)



Finis (1912)



Η δύναμη της μοναξιάς (1914)



Η αύρα (1915)



Τέμενος (1921)



Γύρω στα τέλη Ιουλίου αποφάσισα ότι αυτό που με έτρωγε ήταν η πείνα - η πείνα για τα καθάρια, υψηλά, σιωπηρά μέρη, επάνω κοντά στον ήλιο και τα αστέρια. Έτσι, στον δοκιμασμένο και αξιόπιστο σάκο ταξιδίου μπήκαν ο υπνόσακος, το χοντρό πανωφόρι, η αλλαξιά των ρούχων και οι μπότες, λίγα απαραίτητα της υγιεινής και δύο βιβλία - το 'Φύλλα από Χορτάρι' του Walt Whitman και το 'Προς τη Δημοκρατία' του Edward Carpenter. Κοίταξα την Korona και τον αγαπημένο μου φακό Smith - όχι! Ήμουν κουρασμένη. Ήθελα να πάω και να είμαι ελεύθερη. Ήθελα τις άγριες γρανιτένιες πλαγιές των βουνών και τη γλυκιά γη. Ήθελα το στακάτο τραγούδι του ανέμου γύρω από τα βράχια και τα κλαδιά των άρκευθων. Η μικρή Ansco ήταν αρκετή. Δεν ήθελα να εργαστώ. Ήθελα να ξεχάσω τα πάντα εκτός του ότι επέστρεφα στον ουρανό, πίσω στον ουρανό με τις ψηλές μου μπότες, το παντελόνι και το πανωφόρι μου. Αυτό ήταν το μόνο που ήθελα.
(...)
Τότε ξεκίνησα την ανάβαση, πολεμώντας μέσα από κούμαρα και αγκάθια. Η ζέστη ήταν έντονη, επειδή ήμουν αρκετά χαμηλότερα από τις κοντινότερες κορυφές για να με πιάνει ο αέρας. Όλο και ψηλότερα, πάνω από γρανιτένιους βράχους, ανεμοδαρμένα δέντρα μαζεμένα σε κοπάδια ή διασκορπισμένα σαν τρομαγμένα πρόβατα - παράξενα στην όψη αλλά, προφανώς, όχι άξια φωτογράφησης. Είχε πολλή ζέστη για να συνεχίσω κι έτσι ξάπλωσα στη σκιά ενός χαμηλού άρκευθου, με τον σάκο μου για προσκεφάλι. Κόκκινα μυρμήγκια βγήκαν και απλώθηκαν επάνω μου και με τσίμπησαν και, όταν τα πέταξα κάτω, απτόητα αυτά βιάστηκαν να γυρίσουν για τη νέα επέλαση. Ίσως να αποκοιμήθηκα πάραυτα, επειδή ξαφνιάστηκα από τον συναρπαστικό ήχο της προηγούμενης νύχτας - τον ήχο που μου έφτιαξε το υπόλοιπο των δυο γεμάτων εβδομάδων - τον ήχο του κεραυνού! Ανασηκώθηκα στον αγκώνα μου. Πέρα από την κορυφογραμμή στα ανατολικά και παρατεταγμένοι μέχρι εκεί που μπορούσα να δω, υψώνονταν ένδοξοι σωρείτες, σύννεφα καλοκαιρινής καταιγίδας, γεμάτοι κίνηση και μουρμουρίσματα. Έρχονταν σε τάγματα διαμέσου του ουρανού, ήταν άρματα του ανέμου, ήταν ολόκληρη η αρμάδα του αέρα με όλα τα πανιά ανοιχτά, και η ομορφιά αυτών των νεφελωμάτων και οι βελούδινες σκιές τους έδωσαν μορφή σε δέντρα που φαίνονταν σαν άκαμπτες ανυπαρξίες, και από τις ίδιες σκιές ο αγριωπός γρανίτης απέκτησε μια μυστηριώδη ομορφιά.
(...)
'Κοιλάδα της Ερημιάς', αναρωτήθηκα ποιος να της έδωσε αυτό το όνομα. Είναι πρωτόγονο, αυστηρό, απαγορευτικό και δυσοίωνο και παρ' όλα αυτά, είναι πολύ λαμπερή και όμορφη. Δεν είναι μέρος για πάρτι γρασιδιού ή για γήπεδο γκολφ - είναι γεμάτη από μικρές λίμνες εκτός της μεγάλης τεχνητής - δέντρα νεκρά και φασματικά - και ψηλές άγριες κορυφές, ανεμοδαρμένες και χιονοσκεπείς υψώνονται από πάνω της, αλλά υπάρχει και μια έλξη σαν αυτή της ερήμου. Παράξενοι άρκευθοι και πεύκα ζούνε στις γρανιτένιες σχισμές και τις μυτερές τις ράχες για χιλιάδες χρόνια και περισσότερο, ενώ λιβάδια από αγριολούλουδα απλώνονται παντού γύρω από τις λιμνούλες.
(...)
Τότε ήρθε η καταιγίδα και μαζί της, η χαρά της εργασίας. Φως σε μια σκιερή λίμνη του βουνού, οι δόξες της ανατολής του ηλίου, νεφελώματα και παράξενα δέντρα. Μια μέρα σε κάποια από τις περιπλανήσεις μου βρήκα έναν άρκευθο - τον πιο θαυμάσιο άρκευθο που είχα συναντήσει στα δεκαοκτώ μου χρόνια φιλίας μαζί τους. Είχε τη δοξασμένη ισχύ, την ανάταση και την ανεμοφίλητη κίνηση της Νίκης της Σαμοθράκης...
Για άλλη μια φορά στάθηκα λίγο μακρύτερα από το δέντρο. Μπορεί να μην το ξανάβλεπα, αλλά η γνωριμία άξιζε. Ήταν δύο περίπου το μεσημέρι, διέκρινα τα ημίφωτά του, τις λίγες βαθιές σκιές του, τη θαυμάσια μάζα του φυλλώματός του και την ωραία ανέλιξη των κλαδιών. Θα καθάριζα το μέρος γύρω του ακόμη κι αν δεν το ξανάβλεπα. Υπήρχε εκεί ένα μεγάλο κούτσουρο από κάποιον πεύκινο γίγαντα που κουράστηκε από τη ζωή και είχε φύγει πριν καιρό. Το έσπρωξα πέρα από τον γκρεμό μαζί με μερικά μετρίου μεγέθους βράχια, υπήρχαν λευκά βότσαλα και κλαδιά, μικρά έντονα φώτα που δεν είχαν νόημα στο σχεδιασμό του πράγματος...
Ίσως επειδή δεν πολυκαιγόμουν για το δέντρο αυτό, ή διότι δεν με ενδιέφερε το τι θα συνέβαινε κατά τις δυο αυτές εβδομάδες, οι Θεοί του Βουνού με τον ανεξιχνίαστο τρόπο τους τα έφεραν όλα σε εμένα και, επιπλέον όλων, έναν αξιαγάπητο άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος δεν γνώριζε τίποτα περί της εργασίας μου με τα δέντρα του βουνού, αλλά συμφώνησε να πάει μέχρι το δέντρο-θαύμα και εκεί, σε εκείνο το υψηλό και μοναχικό μέρος, με την κουτσoκάμερα, ανάμεσα σε χαλαζοπτώσεις από σύννεφα τρεχάτα και λαμπερό ηλιόφως, γεννήθηκε το φιλμ του 'Invictus'.

The Glory of the Open, Anne Brigman
Camera Craft, Vol. 33, No. 4, April 1926



Invictus (1925)





0 σχολια:

Δημοσίευση σχολίου