Ηγεμονία και Ελευθερία, Ανοχή και Υποκρισία
Ο Ιταλός Αντόνιο Γκράμσι εισηγήθηκε την έννοια της κομουνιστικής ηγεμονίας στην προσπάθειά του να τελειοποιήσει τη μαρξιστική εξέγερση του προλεταριάτου. Η νέα εξέγερση δεν όφειλε μόνο να αντιμετωπίσει ενόπλως τις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας- πριν ακόμη επιχειρήσει κάτι τέτοιο, όφειλε να έχει διαμορφώσει και εγκαταστήσει επί της κοινωνίας το δικό της αξιακό πλαίσιο. Η εξέγερση του Γκράμσι ήταν έτσι πρωτίστως μια σπουδή νοητική, όπου οι θεσμοί διατηρήσεως, αναπαραγωγής και εμπλουτισμού της κοινοτικής κουλτούρας (εκπαίδευση, τέχνες) και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης θα όφειλαν να επανδρωθούν, πολιτικοποιηθούν και χρησιμεύσουν ως διακομιστές πολύτιμης και 'αυθόρμητης' λαϊκής συναίνεσης. Απαντώντας στον ολοκληρωτισμό των φασιστών, η γκραμσική επέλαση δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, καθώς ακόμη και η γλώσσα ή η κοινή λογική τίθενται υπό 'φιλοσοφική' εξέταση και αναμόρφωση. Επακόλουθό της είναι ένα πολιτικό ρεύμα που γίνεται αισθητό περισσότερο ως διανόηση, εναλλακτική κοσμοθέαση και πρόταση ζωής παρά ως επίσημη και εκλεγμένη πολιτική εξουσία και κυβέρνηση. Το ρεύμα αυτό αποτελεί κέντρο βάρους και επιρροής προς υποδεέστερες κοινωνικές ομάδες που, αν και δεν ταυτίζονται μαζί του, κρίνονται συμβατές και βρίσκονται εντός των ορίων της ανοχής του- ο προσεκτικός Γκράμσι προβλέπει ένα φιλελεύθερο, κοινοβουλευτικό πλαίσιο για αυτόν το σκοπό. [3] Όσο για αυτούς που βρίσκονται εκτός του πολιτικού καρτέλ που σχηματίζει η ηγεμονεύουσα ομάδα με τις υποδεέστερες, ο ίδιος όπως και οι άλλοι ηγέτες του αριστερού ολοκληρωτισμού δεν τρέφουν καμμία αυταπάτη. [4]
Σύγχρονος του Γκράμσι και με μια περίοδο νεανικής συμπόρευσης με το μαρξισμό, ο Αυστροεβραίος Καρλ Πόππερ μεταστράφηκε στον κοινωνικό φιλελευθερισμό όταν βίωσε το πόσο ανήθικοι μπορούσαν να γίνουν οι κομουνιστές στο κυνήγι της εξουσίας. Παρά την συνειδητοποίηση της φύσης του κομουνισμού και παρά τη φυγή του από την Αυστρία λόγω του ανερχόμενου χιτλερισμού, ο Πόππερ δεν φαίνεται διόλου ανεκτικότερος στην Ανοικτή Κοινωνία του, ανοικτή υποτίθεται προς το "αβέβαιο" και το "μη ασφαλές". [5] Εκεί, αυτοί που θα χαρακτηρίζονται μη-ανεκτικοί θα απολαμβάνουν δημόσιο βήμα μονάχα για όσο οι ανεκτικοί θα διαθέτουν τα 'λογικά' επιχειρήματα ώστε να τους αντιμετωπίζουν. Όταν τα επιχειρήματα των ανεκτικών θα εξαντλούνται τότε οι μη-ανεκτικοί θα καταστέλλονται βιαίως. [6] Μια εικοσαετία μετά τον φιλελεύθερο Πόππερ και δύο μετά τον κομουνιστή Γκράμσι, ο Γερμανοεβραίος Χέρμπερτ Μαρκούζε, επιφανές στέλεχος της Σχολής της Φρανκφούρτης και πατέρας της νέας αριστεράς, έρχεται να ανανεώσει το ίδιο συμβόλαιο με την Καταστέλλουσα Ανοχή του. [7] Υψώνοντας το labarum της χειραφέτησης, ο Μαρκούζε όχι μόνο δεν νιώθει καμμία ανάγκη να επιχειρηματολογήσει υπέρ του φιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού, αλλά προειδοποιεί συνεχώς για το επικίνδυνο και καταστροφικό φαινόμενο να προβάλλεται η 'καλή' και η 'κακή' [8] άποψη επί ίσοις όροις σε φιλελεύθερο περιβάλλον πολυφωνικής ενημέρωσης. Δεν μπορούμε παρά να προσέξουμε την πορεία αφομοίωσης του κατεστημένου, από τον εξωθεσμικό Γκράμσι, τον με αμπέχονο στρατηγικό σχεδιαστή της κομουνιστικής επέλασης που θα επαναπροσδιόριζε το κοινωνικό κέντρο και το περιθώριο, στον πρόσφυγα Πόππερ που φόρεσε τη ζακέτα του πανεπιστημιακού και τα μετάλλια του μεταπολεμικού κατεστημένου, στον ποιμενάρχη Μαρκούζε που εκφωνεί το κήρυγμά του από τους υψηλότερους άμβωνες της κοινωνίας πλέον, αναλαμβάνοντας να ενημερώσει και να επικαιροποιήσει την απολογητική του 'γιατί οι καλοί θα είμαστε πάντοτε εμείς'.
Παντού υπάρχουν σύνορα, όρια και διαβαθμίσεις που καθορίζουν το εντός και το εκτός. Μια ουσιαστική περί ανοχής συζήτηση θα αφορούσε το εύρος των αντοχών του κοινωνικού ιστού, κάτι που τελικά έχει να κάνει με τη φύση της κοινότητας καθ'αυτής. Η παραδοσιακή κοινότητα, κατά κανόνα, δείχνει ανοχή, επιφυλακτικότητα ή αποδοκιμασία όσο η διαφορετικότητα ξεφεύγει από την προσωπική ή την οικιακή εμβέλεια (π.χ. θέματα λατρείας ή σεξουαλικότητας) και όσο δεν διαπιστώνεται κίνδυνος για την ασφάλεια ή έκδηλη ασέβεια προς τα ήθη της. Όπως ο έξω κόσμος είναι δεδομένος και τελειώνει εκεί που αρχίζει η κοινοτική εντοπιότητα, έτσι είναι δεδομένη και η ανοχή προς το ξένο με τα αντίστοιχα ηθικά σύνορα. Η κοσμόπολη, αντιθέτως, όντας παγκόσμια δεν αναγνωρίζει έξω κόσμο και άρα δεν προβλέπει το ξένο προς αυτήν. Επίσης, η αρχή της ισχυρής, ιθαγενούς πλειοψηφίας, φορέα της κοινοτικής παράδοσης, απαλλάσσει την κοινότητα από ανασφάλειες ιδεολογικού επιπέδου, αφού η ακραία μειοψηφία δεν έχει πρακτικό αντίκτυπο. Η κοσμόπολη, δίχως παραδοσιακό κέντρο αναφοράς και έχοντας επί κεφαλής της ανασφαλείς μειοψηφίες που μάχονται για την επικράτηση, εξαπολύει ολοκληρωτικό πόλεμο όπου τα όρια της ανοχής μεταφέρονται στις απαρχές των ανθρωπίνων σκέψεων.
Περιπτώσεις όπως του Πόππερ και του Μαρκούζε (καθώς και οι διάδοχες καταστάσεις όπως του Τσόμσκι) δείχνουν τους σκοπούς των περιλάλητων υπερασπιστών της μειοψηφίας και της διαφορετικότητας και αποστόλων της δικαιοσύνης και της χειραφέτησης. Μπροστά στην πιθανότητα απώλειας του ελέγχου η χειραφέτηση βάζει χειροπέδες και φίμωτρα, η μειοψηφία γίνεται στρατός κουκουλοφόρων και η διαφορετικότητα σχηματίζει Συνταγματικά Τόξα και καρτέλ πολιτικής. "Καμμία ανοχή στους εχθρούς της ανοχής", φωνάζουν οι εγκαταστάτες της νέας ηθικής καθώς αυτή επανακαθορίζει το περιεχόμενο του ανέχεσθαι. Και επανανακαλύπτουν το κράτος ως φύλακα των θεσμών και την παλιά, καλή βία ως 'έσχατη', αλλά απολύτως θεμιτή λύση.
Παρ' όλα αυτά, η νέα τάξη πραγμάτων δεν αντιστοιχεί απόλυτα σε αυτό που αντικαθιστά. Υπάρχει μια βασική διαφορά- αν τα παλαιά κράτη στάθηκαν ειλικρινή επάνω στην ισχύ των όπλων τους, η νέα τάξη παρασιτεί επάνω στις σάρκες ιδεών και ιδανικών, ρουφώντας νομιμοποίηση με όλη τη βουλιμία της μοντέρνας κοινωνικής μηχανικής.
Ψηφισματικό ανάγλυφο του 337/6 παχχ από πεντελικό μάρμαρο, κατά της τυραννίας. Φέρει παράσταση καθιστής μορφής (Δήμος), καθώς στεφανώνεται από γυναικεία μορφή. Ο νόμος καταδικάζει τους συνεργάτες όποιων καταλύσουν τη Δημοκρατία σε δήμευση περιουσίας και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων εκείνων και των απογόνων τους, ενώ αθωώνει τους τυραννοκτόνους. Τα δυο αντίγραφα της στήλης βρίσκονταν στις εισόδους του Βουλευτηρίου και της Εκκλησίας του Δήμου. Μουσείο Αγοράς (στοά Αττάλου). |
Σημειώσεις
[3] Antonio Gramsci, Note sul Machiavelli - sulla politica e sullo Stato moderno (1949), σελ.160:
«Από τις πολλές έννοιες της Δημοκρατίας, η κατά την άποψή μου περισσότερο ρεαλιστική και συμπαγής μπορεί να εννοηθεί σε σχέση με την ιδέα της 'ηγεμονίας'. Στο ηγεμονικό σύστημα υπάρχει δημοκρατία μεταξύ της 'άρχουσας' ομάδας και των ομάδων που 'άρχονται', στο μέτρο που η ανάπτυξη της οικονομίας και άρα η νομοθεσία που εκφράζει την ανάπτυξη αυτή ευνοούν τη (μοριακή) ροή από τις δεύτερες προς την πρώτη.»
[4] Quentin Hoare & Geoffrey Nowell Smith, Selections from the Prison Notebooks (1971), σελ.57:
«Μια κοινωνική ομάδα κυριαρχεί επί των ανταγωνιστικών της ομάδων, τις οποίες τείνει να "εκκαθαρίζει", ή να καθυποτάσσει ίσως ακόμη και με τη δύναμη των όπλων.»
[5] Karl Popper, Open Society and its enemies (Princeton 1966), σελ.201
[6] αυτόθι, σελ.540:
«Η απεριόριστη ανοχή οδηγεί στην εξαφάνιση της ανοχής. Αν επεκτείνουμε απεριόριστη ανοχή ακόμα και σε αυτούς που δεν είναι ανεκτικοί, αν δεν είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε την κοινωνία της ανοχής από την έφοδο των μη ανεκτικών, τότε οι ανεκτικοί θα καταστραφούν και η ανοχή μαζί τους. Με αυτή την δήλωση δεν υπονοώ, παραδείγματος χάριν, ότι θα πρέπει πάντα να καταπιέζουμε την εκφορά μη ανεκτικών φιλοσοφιών. Όσο μπορούμε να τις αντιμετωπίζουμε με λογικά επιχειρήματα και να τις κρατάμε υπό έλεγχο απέναντι στην κοινή γνώμη, τότε η καταστολή θα ήταν σίγουρα μη ενδεδειγμένη επιλογή. Αλλά πρέπει να διεκδικήσουμε το δικαίωμα να τους καταστείλουμε ακόμα και με την βία αν χρειαστεί.»κι ενώ προηγουμένως στη σελ.430:
«Είναι βεβαίως αδύνατο να αποδείξουμε την ορθότητα οποιασδήποτε ηθικής αρχής, ή ακόμη και να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ αυτής κατά τον ίδιο τρόπο που επιχειρηματολογούμε υπέρ μιας επιστημονικής δήλωσης. Η ηθική δεν είναι επιστήμη.»
[7] Herbert Marcuze, Repressive Tolerance (1965):
«Ωστόσο, η ανοχή αυτή δεν μπορεί να είναι αδιάκριτη και ίση αναφορικά με το περιεχόμενο της έκφρασης, ούτε στον λόγο ούτε στην πράξη - δεν μπορεί να προστατεύει ψευδείς λόγους και κακές πράξεις που αποδεικνύουν ότι αντιφάσκουν και αντιπράττουν με τις δυνατότητες της χειραφέτησης. Τέτοια ανοχή άνευ διακρίσεων δικαιολογείται σε αβλαβείς συζητήσεις, στην κουβεντούλα, στην ακαδημαϊκή συζήτηση - είναι απαραίτητη για την επιστημονική έρευνα, για τη θρησκεία που ασκείται σε ιδιωτικά πλαίσια. Αλλά η κοινωνία δεν μπορεί να μην κάνει διακρίσεις εκεί όπου διακυβεύεται η ειρηνική συνύπαρξη, η ελευθερία και η ευτυχία- εδώ, ορισμένα πράγματα δεν μπορούν να λέγονται, ορισμένες ιδέες δεν μπορούν να εκφράζονται, ορισμένες πολιτικές δεν μπορούν να προτείνονται, ορισμένες συμπεριφορές δεν μπορούν να επιτρέπονται, δίχως η ανοχή να γίνεται μέσον συνέχισης της δουλείας.
(...)
Οι οδοί δια των οποίων μια ανατρεπτική πλειοψηφία θα μπορούσε να αναπτυχθεί δεν θα πρέπει να είναι αποκλεισμένοι, και εφόσον έχουν αποκλειστεί από την οργανωμένη καταστολή και κατήχηση, η επαναλειτουργία τους μπορεί προφανώς να απαιτήσει αντιδημοκρατικά μέσα. Που θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την απόσυρση της ανεκτικότητας προς το εκφράζεσθαι και το συνέρχεσθαι ομάδων και κινήσεων που προάγουν επιθετικές πολιτικές, οπλοφορία, σωβινισμό, διακρίσεις φυλής και θρησκείας, ή που αντιτίθενται στην επέκταση των δημοσίων παροχών, την κοινωνική ασφάλιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κλπ. Επιπλέον, η αποκατάσταση της ελευθερίας της σκέψης μπορεί να απαιτήσει νέους και αυστηρούς περιορισμούς στις διδασκαλίες και τις πρακτικές των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τα οποία, δια των μεθόδων και αντιλήψεών τους, χρησιμεύουν στο να περικλείουν το μυαλό μέσα στο κατεστημένο σύμπαν λόγου και συμπεριφοράς.
(...)
Ολόκληρη η μεταφασιστική περίοδος είναι μια περίοδος ορατού και απτού κινδύνου. Συνεπώς, η πραγματική ειρήνευση απαιτεί την απόσυρση της ανοχής πριν συμβεί η πράξη, στο στάδιο της προφορικής, έντυπης ή εικαστικής επικοινωνίας. Τέτοια ακραία αναστολή του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας του συνέρχεσθαι είναι πράγματι θεμιτή μόνο όταν η όλη κοινωνία βρίσκεται σε ακραίο κίνδυνο. Υποστηρίζω ότι η κοινωνία μας βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.»
[8] Εντυπωσιάζει η ευκολία με την οποία ο, υποτίθεται διανοούμενος Μαρκούζε, εντάσσει στην ανάλυσή του υποκειμενισμούς όπως καλό, πρόοδος, βελτίωση, απελευθέρωση, σωστό, αληθινό, κακό, οπισθοδρόμηση, ανόητο, λάθος, ψεύτικο κτλ. Αλλά και διαβολικό (evil) και το κολασμένοι (damned) της Internationale. Η τελευταία παράγραφος του κειμένου του είναι γενικής μορφής ζηλωτισμός σε ιδεαλιστική συσκευασία, που θα μπορούσε να βρίσκεται στα μανιφέστα οποιασδήποτε στρατευμένης μειοψηφίας:
«Η ανοχή η οποία αποτελεί ζωογόνο στοιχείο, το τεκμήριο μιας ελεύθερης κοινωνίας, δεν θα είναι ποτέ το δώρο των κατεστημένων δυνάμεων- κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες της τυραννίας της πλειοψηφίας, μπορεί μονάχα να κερδηθεί από τη συνεχή προσπάθεια των ριζοσπαστικών μειοψηφιών, πρόθυμων να σπάσουν την τυραννία και να εργαστούν για την ανάδειξη μιας ελεύθερης και κυρίαρχης πλειοψηφίας - μειοψηφίες δυσανεκτικές, μαχητικά δυσανεκτικές και ανυπάκουες στους κανόνες συμπεριφοράς που ανέχονται την καταστροφή και την καταστολή.»
0 σχολια:
Δημοσίευση σχολίου