1/7/15

Καλοκαιρινό Heavy Metal







Αγγλία, 1979. Σε δρόμους, γκαράζ και παιδικά δωμάτια, μέγα πλήθος από 19χρονα και 20χρονα κραδαίνει τα όργανα του ροκ και σχηματίζει τις δεκάδες μπάντες του νέου κύματος του βρετανικού βαρυμετάλλου που πρόκειται να αναδυθούν. Σε τέσσερις από δαύτους θα πέσει ένα ιδιαίτερα βαρύ φορτίο: από μερικές ηχογραφήσεις όλες κι όλες ο μουσικός τύπος θα τους χαρακτηρίσει διάδοχους των Led Zeppelin. Ομοιότητες όντως εντοπίζονται στα φωνητικά του Harris και την ιδιόμορφη ξηρότητα του μουσικού ηλεκτρισμού - πέρα από αυτά, οι Diamond Head ήταν μια παρέα ταλαντούχων νεαρών που θα εγκαινίαζαν τη δική τους σχολή. Και αυτό θα γινόταν, όχι τόσο με τον γνωστότερο και δημοφιλέστερο πρώτο τους δίσκο -ο οποίος, μέσες-άκρες, προσφέρει τις ίδιες ηδονές που προσέφερε ολόκληρη η αρχική περίοδος του nwobhm- αλλά με τον τρίτο, που επιστέγασε τα χρόνια της ακμής τους. Και το όνομα αυτού, Canterbury.

1983. Η 2η γενιά του νέου βρετανικού κύματος πρόκειται να κάνει την εμφάνισή της, πραγματοποιώντας μια αυθόρμητη στροφή προς ένα ευρωπαϊκότερο, κλασικότερο και επικότερο ύφος, με καινούρια σχήματα (Wildfire, Tytan, Hammer, Chateaux) να προστίθενται στις ώριμες περιόδους των παλιών. To Canterbury κυκλοφορεί στα μέσα του έτους και όχι μόνο ξεχωρίζει αλλά πρωτοπορεί: οι Diamond Head οριστικοποιούν την αναχώρησή τους από τη συναυλιακή νοοτροπία και το ωμό και άμεσο nwobhm και αποτολμούν κάτι τελείως διαφορετικό. Η διαδικασία αυτή μπορεί να φαίνεται σήμερα ως φυσική καλλιτεχνική εξέλιξη, τότε όμως ήταν και ένα καθ'όλα ριψοκίνδυνο πείραμα. Εδώ αποδεικνύεται ότι οι Diamond Head δικαίως συγκαταλέγονταν στις μεγαλύτερες ελπίδες μιας Βρετανικής σκηνής που απαιτούσε να πρωτοπορεί στο (αλλά και να μονοπωλεί το) heavy metal. Στα 1983, ο δίσκος στέκεται προπομπός όλων των φτασμένων δειγμάτων επικού heavy metal που θα έβγαζε η ευρωπαϊκή ήπειρος την επόμενη πενταετία, τον χρυσό δηλαδή αιώνα του αγαπημένου μας είδους.

Ως ριψοκίνδυνο πείραμα, το Canterbury κατέστρεψε την καριέρα των Tatler και Harris. Εκουσίως ή ακουσίως, με όλη τη σοβαρότητα, την καινοτομία και τον εκλεκτικισμό τους, το δίδυμο έτρεχε στην αντίθετη κατεύθυνση από εκεί όπου η Μουσική Βιομηχανία εντόπιζε τις πωλήσεις και την αναγνωρισιμότητα - για ένα metal που, από τότε ακόμη, δεν προοριζόταν για τίποτε άλλο από εκθετήριο και εκτονωτήριο οπτικοακουστικής ακρότητας. Ήδη απογοητευμένοι από το Borrowed Time, οι νεαροί οπαδοί τους είδαν στο Canterbury την απόλυτη αποτυχία. Μπορούμε επί παραδείγματι να φανταστούμε τον κάφρο της εποχής που συν τω χρόνω θα έκανε πλούσιους τους Metallica, να ξενερώνει με τις πρώτες νότες των Makin' music και Out of phase. Όσο για τον άλλο που θα έκανε πλούσιους τους Def Leppard, τον φανταζόμαστε να προσπερνά αδιάφορος τα Kingmaker και Knight of the swords. Το απίθανο όμως με το Canterbury είναι ότι θάβεται μέχρι την εποχή μας και από άτομα που πράγματι έχουν αρκετά ακούσματα παραπάνω του συνήθους. Βέβαια, αντικειμενικά μιλώντας, το Canterbury δεν ξεπερνά μόνο τον μέσο μεταλλά - ξεπερνά και τους ίδιους τους Diamond Head ως οργανοπαίκτες και τεχνίτες της 'ηχητικής' θα έλεγα. Συνθέσεις τέτοιου βεληνεκούς δεν κουμαντάρονται εύκολα από 23χρονους, όσο ταλαντούχοι κι αν είναι - και αυτό φαίνεται στις λεπτομέρειες. Τελικά, το Canterbury αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση μεταιχμιακής τέχνης: Tatler και Harris πραγματοποιούν το άλμα της μεγάλης αντισυμβατικότητας που θα γεννούσε το βρετανικό επικό μέταλλο. Βγαίνουν στη σκηνή του Castle Donington ενώ η μεταλλική σκηνή τους αποβάλλει. Έπειτα χάνονται σε αλλότρια μουσικά πεδία, μένοντας σκιές του παλιού τους εαυτού. Ο γραφικός Lars Ulrich θα τους ανασύρει από την απόλυτη ανυποληψία κάπου στα 1990, λίγο ως απότιση φόρου τιμής, λίγο ως πράξη φιλανθρωπίας και λίγο ως bonus στα εισοδήματά του (καταρχήν με τη συλλογή '79 Revisited την οποία επιμελείται), με το ναδίρ να φτάνει το καλοκαίρι του 1993 όταν, παίζοντας ζωντανά τα Am I evil και Helpless μπροστά σε οπαδούς των Metallica, αυτοί νομίζουν ότι οι Diamond Head προσπαθούν να διασκευάσουν τους πρώτους - και μάλιστα ανεπιτυχώς!


Καλοκαίρι 1983 (α-δ) Brian Tatler, Josh Phillips-Gorse,
Sean Harris, Robbie France, Mervin Goldsworthy.
(...and look to Tatler's t-shirt for conspiracies, ooh Infamy!)


Όπως και να έχει, στο βρετανικό μεσοκαλόκαιρο του Canterbury, μελωδικά άσματα, επικό heavy metal, folk και prog rock θα πάνε να κατασκηνώσουν σε ερείπια νορμανδικού κάστρου. Το Makin' music ανοίγει τον δίσκο δίνοντας το στίγμα της καλής μουσικής. Το πρώτο ταράκουλο το δέχεσαι όταν το βαρύ και περίτεχνο Kingmaker ακολουθεί το ραδιοφωνικό χιτ Out of phase. Knight of the swords κυρίες και κύριοι, πετράδι στο σκήπτρο της saga του ευγενούς Corum. Στο Ismael η flyingV του Tatler θα ταξιδεύσει στην ανατολή και τα world music μοτίβα θα γίνουν κτήμα της βαριάς μουσικής. Το ομώνυμο θα σε βάλει βαθιά στο βρετανικό folklore καθώς πραγματεύεται τη μεσαιωνική μορφή του Thomas Becket. Αυτά πλαισιώνονται από τα μελωδικά Need your love και One more night. Και το To the devil his due, ένα αργό εξάλεπτο με άρωμα Kashmir όπου επανάλαμβάνεται ο στίχος "good times bad times" και σχεδόν βλέπουμε τον Harris να αντιγράφει τις αδερφίστικες χειρονομίες του Plant :-)

Αυτά για το περίφημο Canterbury, ένα δίσκο-παρακαταθήκη για το heavy metal. Όλοι οι λόγοι για τους οποίους παρεξηγήθηκε, δυσφημίστηκε και τελικά έμεινε στα αζήτητα, είναι οι παράγοντες που δεν άφησαν τη μουσική αυτή να καταξιωθεί την εποχή εκείνη με τον τρόπο που της άξιζε. Είναι τελικά οι λόγοι για τους οποίους η καλύτερη τέχνη παραμένει άγνωστη και δυσεύρετη.







Υστερόγραφο: καλά καλοκαίρια στην πατρίδα και το Έθνος μας.




0 σχολια:

Δημοσίευση σχολίου