29/12/23

Παραμύθι, μέρος 1ο

Ευγνωμοσύνη.

 

Δήμητρος γὰρ ἀφικομένης εἰς τὴν χώραν ὅτ᾽ ἐπλανήθη τῆς Κόρης ἁρπασθείσης, καὶ πρὸς τοὺς προγόνους ἡμῶν εὐμενῶς διατεθείσης ἐκ τῶν εὐεργεσιῶν ἃς οὐχ οἷόν τ᾽ ἄλλοις ἢ τοῖς μεμυημένοις ἀκούειν, καὶ δούσης δωρεὰς διττὰς αἵπερ μέγισται τυγχάνουσιν οὖσαι, τούς τε καρπούς, οἳ τοῦ μὴ θηριωδῶς ζῆν ἡμᾶς αἴτιοι γεγόνασι, καὶ τὴν τελετήν, ἧς οἱ μετασχόντες περί τε τῆς τοῦ βίου τελευτῆς καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν

 

Ένα μεσημέρι του Ιουλίου μια γυναίκα καθόταν σε ρηχό σπήλαιο, ένα κοίλωμα στα ριζά των βράχων με αρκετή σκιά και δροσιά για να ανακουφίσει κάποιον από τον καυτό ήλιο. Λίγο μακρύτερα ήταν ένα καλοφτιαγμένο πηγάδι και ο δρόμος, που στο μέρος εκείνο ήταν σχετικά πλατύς και στρωμένος με λειασμένη πέτρα. Μια νεότερη κοπέλα στεκόταν και την κοίταζε, και η γυναίκα κοίταζε χαμηλά, το έδαφος. Μακρύτερα, δέντρα κάθε λογής άπλωναν τα κλαδιά τους το ένα πάνω από το άλλο, απτόητα από τη ζέστη, με πρώτο και καλύτερο ένα πλατάνι. Το βουητό των τζιτζικιών ήταν το μόνο που ακουγόταν, μέχρι που η γυναίκα άρχισε να μιλάει: