29/12/23

Παραμύθι, μέρος 1ο

Ευγνωμοσύνη.

 

Δήμητρος γὰρ ἀφικομένης εἰς τὴν χώραν ὅτ᾽ ἐπλανήθη τῆς Κόρης ἁρπασθείσης, καὶ πρὸς τοὺς προγόνους ἡμῶν εὐμενῶς διατεθείσης ἐκ τῶν εὐεργεσιῶν ἃς οὐχ οἷόν τ᾽ ἄλλοις ἢ τοῖς μεμυημένοις ἀκούειν, καὶ δούσης δωρεὰς διττὰς αἵπερ μέγισται τυγχάνουσιν οὖσαι, τούς τε καρπούς, οἳ τοῦ μὴ θηριωδῶς ζῆν ἡμᾶς αἴτιοι γεγόνασι, καὶ τὴν τελετήν, ἧς οἱ μετασχόντες περί τε τῆς τοῦ βίου τελευτῆς καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν

 

Ένα μεσημέρι του Ιουλίου μια γυναίκα καθόταν σε ρηχό σπήλαιο, ένα κοίλωμα στα ριζά των βράχων με αρκετή σκιά και δροσιά για να ανακουφίσει κάποιον από τον καυτό ήλιο. Λίγο μακρύτερα ήταν ένα καλοφτιαγμένο πηγάδι και ο δρόμος, που στο μέρος εκείνο ήταν σχετικά πλατύς και στρωμένος με λειασμένη πέτρα. Μια νεότερη κοπέλα στεκόταν και την κοίταζε, και η γυναίκα κοίταζε χαμηλά, το έδαφος. Μακρύτερα, δέντρα κάθε λογής άπλωναν τα κλαδιά τους το ένα πάνω από το άλλο, απτόητα από τη ζέστη, με πρώτο και καλύτερο ένα πλατάνι. Το βουητό των τζιτζικιών ήταν το μόνο που ακουγόταν, μέχρι που η γυναίκα άρχισε να μιλάει:

"Σύννεφα σπάνε στις πλαγιές των βουνών όπως τα κύματα στην παραλία. Τα περισσότερα τρέχουν πάνω από την γη ελεύθερα και δίχως να νοιάζονται. Κάποια ρίχνουν βροχή περνώντας και η γη βλασταίνει από ευχαρίστηση. Όμως τα καλύτερα σύννεφα στέκουν και προσφέρονται και τότε η γη δεν ευχαριστιέται, αλλά ευγνωμονεί, με καλή καρποφορία."

Η απόκριση της νεαρής ήρθε αμέσως: "Να έρθεις στο σπιτικό μας κυρά για να φας και να κοιμηθείς. Βλέπω ότι ταξιδεύεις για πολλές ημέρες και τα ρούχα σου είναι φθαρμένα και βρώμικα . Κάτσε για λίγο και μετά συνεχίζεις. Αν θες πες μου και που πας, μήπως μπορώ να σε κατευθύνω." Στην σκιά, η γυναίκα έμεινε σιωπηλή κοιτάζοντας το έδαφος. Στον ήλιο, η κοπέλα έριξε τον χάλκινο κουβά στο πηγάδι και άρχισε να τον τραβά επάνω με αργές κινήσεις, προσπαθώντας να κρατήσει μέσα το νερό. Αυτό για τα σύννεφα ήταν παράξενο, σχεδόν αστείο. Η εμφάνιση της ξένης είχε κάνει την αγγαρεία του νεροκουβαλήματος λιγότερο βαρετή και η κοπέλα άρχισε να νιώθει και κάποια συμπάθεια, εκτός από τον οίκτο. Αν αρνιόταν την πρόσκληση κι έφευγε, θα έστελνε τον υπηρέτη με το άλογο στα παρακάτω υποστατικά να την σταματήσουν εκεί, και να την φροντίσουν έστω και με το ζόρι. Το σχέδιο έγινε στο μυαλό της πριν ακόμα πιάσει βρεγμένο σχοινί, και τότε η γυναίκα που καθόταν στο σπήλαιο άρχισε να μιλάει ξανά με χαμηλή φωνή:

"Χαμένοι είναι οι νεκροί, χαμένοι οι ζωντανοί που δεν μπορούν να βρεθούν, χαμένοι οι αθάνατοι που τους πήραν για πάντα μακριά. Χαμένοι είναι οι προδομένοι, που βλέπουν ότι με τους δικούς τους δεν ανήκαν μαζί. Όλα χάνονται στον χρόνο για όλους όσους υπάρχουν. Και τα ξέγνοιαστα, λευκά σύννεφα γίνονται βροχή και μαύρη λάσπη."

Η παύση έπιασε την κοπέλα μισό-αφηρημένη καθώς η προσοχή της είχε πάει στον κουβά που είχε ανασύρει από το βάθος του πηγαδιού. Η επιφάνεια του νερού διαγραφόταν στον μεσημεριάτικο ήλιο να είναι ίσα με το μεταλλικό χείλος. Το τέλειο τράβηγμα. Καθώς το πρόσεχε, σκέφτηκε πως ο προηγούμενος κουβάς την είχε κουράσει κάπως αλλά αυτός εδώ είχε έρθει επάνω χωρίς προσπάθεια. Ήταν μέσα στη ζέστη και είχε τραβήξει έναν κουβά νερό για πέντε μέτρα χωρίς να το καταλάβει.

"Η αρχή γίνεται εκεί που κανείς δεν βλέπει. Ας είναι. Κάθε σπόρος έχει προίκα την θυσία της βροχής και προς αυτήν μεγαλώνει, θέλοντας να δώσει κάτι πίσω. Και αυτό είναι λευκότερο από τα σύννεφα και όλους τους κόσμους φέρνει κοντά. Από ευγνωμοσύνη, όλα όσα χάνονται για πάντα, βρίσκονται ξανά. Και όλα γίνονται από την αρχή."

Η κοπέλα έμεινε σιωπηλή, καθώς αναρωτιόταν πως να εκλάβει όλ' αυτά. Η σκηνή ήταν σα να πάγωσε, με την μια να κάθεται στο κοίλο των βράχων κοιτάζοντας το έδαφος και την άλλη να στέκεται στο πηγάδι κρατώντας τον κουβά. Τα τζιτζίκια έκαναν σαματά και τα δέντρα ρουφούσαν τεμπέλικα τον ήλιο - τότε η γυναίκα με τα φθαρμένα ρούχα σηκώθηκε από το πέτρινο κάθισμά της και πλησίασε στο πηγάδι. Η νεαρή πρόσεξε καλύτερα την ευγενική μορφή της, και το ότι δεν ήταν απλά κουρασμένη. Κάτω από το ιμάτιο το πρόσωπό της ήταν τσακισμένο από την θλίψη και το βλέμμα της ήταν ακόμη στο έδαφος. Η νεαρή άφησε τον κουβά και πήγε να της πιάσει το χέρι.

Και εκεί στο ευλογημένο Θριάσιο, με εκείνη την κίνηση, εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου, ένας θνητός κράτησε έναν θεό και η αρχή, που ουδείς άλλος την είδε ούτε καλά-καλά οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της έγινε, ώστε ο χαμένος να βρεθεί και ο κλεμμένος να επιστρέψει. Και η ανταπόδοση να έρθει, που χάρισε στο γένος των Ελλήνων και όλων όσων μιλούσαν Ελληνικά ανακούφιση από τον τρόμο του απόλυτου χαμού, που είναι ο θάνατος.

 

 

 

1 σχολια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραίο, περιμένω τη συνέχεια!

Δημοσίευση σχολίου